- ὀγκηστικός
- ὀγκ-ηστικός, ή, όν,A given to braying, Sch. Nic.Th.357.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ογκηστικός — ὀγκηστικός, ή, όν (Α) [ογκηστής] αυτός που εκβάλλει συχνά ογκηθμούς, που είναι επιρρεπής στους ογκηθμούς … Dictionary of Greek
ὀγκηστικοῦ — ὀγκηστικός given to braying masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)